διατοξεύσιμος

διατοξεύσιμος
διατοξεύσιμος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που δεν αντέχει στον έλεγχο τής λογικής
αρχ.
1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν τοξεύσει
2. αυτός που βρίσκεται σε απόσταση βολής τόξου («συναιρήσων τὴν διατοξεύσιμον χώραν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διατοξεύσιμον — διατοξεύσιμος that can be shot across masc/fem acc sg διατοξεύσιμος that can be shot across neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”